Ο σεβάσμιος πελάγιος, παπαδοπαίδι από τον ταϋγετο, με παππού αντάρτη
Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,το ποιο να ρίξει την βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.Γυρίζει τότ' ο Όλυμπος και λέει του Κισσάβου."Μη με μαλώνεις, Κίσαβε, βρε τουρκοπατημένε,που σε πατάει η Κονιαριά κι οι Λαρσινοί αγάδες.Εγώ είμ' ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,έχω σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες,κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.Κι όταν το παίρν' η άνοιξη κι ανοίγουν τα κλαδάκια,γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:-"Ήλιε μ', δεν κρους τ' από ταχύ, μόν' κρους το μεσημέρι,να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;".
Ο σεβάσμιος πελάγιος, παπαδοπαίδι από τον ταϋγετο, με παππού αντάρτη, έφυγε για το αμέρικα από πολύ μικρός, φυγαδεύτηκε καλύτερα, για να σωθεί από τις βεντέτες. εκεί ως σωστός και τίμιος έλλην, ξεκίνησε από λαντζέρης . αλλά επειδή ήταν πολύ ψηλός κάποιο τσακάλι από το νιου γιορκ του πρότεινε να πιάσει τη σπυριάρα . με το αμέρικαν ντριμ να του κλείνει το μάτι , ο πελάγιος έβαλε το κεφάλι κάτω και έφτασε προ των πυλών ακόμα και της εθνικής προ 2 ετών. κάπου εκεί η ιστορία του θολώνει. η επικοινωνία με το αμέρικα διεκόπηκαν και τα πράγματα φαίνονταν μαύρα για το ταλαιπωρημένο αυτό αγόρι. η εξέλιξή του δεν έμεινε στάσιμη αλλά "μονόδρομη" .